- θανατικός
- -ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) [θάνατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)θανατηφόρος επιδημία, λοιμόςαρχ.μοιραίος, ολέθριος.επίρρ...θανατικῶς (Μ)με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.